- κηροδόχος
- κηρο-δόχος, Wachsbehälter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηροδόχος — ο (Α κηροδόχος, ον) νεοελλ. 1. αυτός στον οποίο γίνεται η τήξη τού κηρού («χάλκινος λέβητας κηροδόχος») 2. φρ. «κηροδόχος δίσκος» ο δίσκος τού μανουαλιού στον οποίο στήνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κηροδόχος (κατά… … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek